γλαρομάτης

γλαρομάτης
-α, -ικο
αυτός που έχει γλαρά μάτια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλαρομάτης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει γλαρά, ζωηρά μάτια. 2. αυτός που έχει βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια: Μόλις με κοίταξε η γλαρομάτα έχασα το μυαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”